Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολλὰ καὶ ἐσϑλά

См. также в других словарях:

  • εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»